polymignite
Look at other dictionaries:
polymignite — poly·mig·nite … English syllables
polymignite — noun see polymignyte … Useful english dictionary
πολυμιγνήτης — ο, Ν (ορυκτ.) νιοβιοτιτανικό ορυκτό τού υττρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polymignite / polymignyte < πολυ * + με[ε]ίγνυμι] … Dictionary of Greek