heterostatic
Look at other dictionaries:
heterostatic — het·ero·static … English syllables
heterostatic — … Useful english dictionary
ετεροστατικός — ή, ό (ηλεκτρ.) αυτός που ανήκει στη μέθοδο μετρήσεως ενός δυναμικού μέσω άλλου δυναμικού. επίρρ... ετεροστατικώς με ετεροστατική μέθοδο μετρήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterostatic < hetero (πρβλ. ετερο *) + static (πρβλ.… … Dictionary of Greek
heterostatically — adverb see heterostatic … Useful english dictionary