lymphangiopathy
Look at other dictionaries:
λεμφαγγειοπάθεια — η ιατρ. κάθε πάθηση τών λεμφαγγείων, συγγενής ή επίκτητη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lymphangiopathy < lymphangion + pathy (< λατ. pathia < πάθεια < παθής < πάσχω] … Dictionary of Greek